πέστροφα

πέστροφα
Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους είναι ο σολομός ο τρώκτης (salmo trutta), η κοινή δηλαδή πέστροφα. Το τελεόστεο αυτό, που το μέγιστο μήκος του μπορεί να φτάσει τα 1,20 μ. και να ξεπεράσει το βάρος των 15 κιλών, έχει αποχρώσεις και διαστάσεις πολύ διαφορετικές. Το φαρδύ στόμα φέρει μικρά δόντια διατεταγμένα, εκτός από τις γνάθους, και στη γλώσσα και στον ουρανίσκο τρέφεται κυρίως με προνύμφες, νύμφες και ακμαία άτομα υδρόβιων εντόμων, σκουλήκια, μαλάκια, καρκινοειδή και μικρά ψάρια. Στο τέλος του φθινοπώρου, οι π., που ζουν στη θάλασσα και στις λίμνες, ανεβαίνουν τους ποταμούς και τους χείμαρρους για να φτάσουν σε ψυχρά και πλούσια σε οξυγόνο νερά, όπου γίνεται η αναπαραγωγή: κάθε θηλυκό γεννά για κάθε κιλό του βάρους της, 500-2.000 αβγά, από τα οποία, ύστερα από 4-6 εβδομάδες, εμφανίζονται διαφανείς προνύμφες, μήκους 15 χλστ. Ένα άλλο πολύ γνωστό είδος, που προέρχεται από τη Βόρεια Αμερική, από την οποία εισήχθη στην Ευρώπη το 1880, είναι π. η ιριδίζουσα (salmo gairdnerii), το όνομα της οποίας οφείλεται στον ιριδισμό του δέρματός της, ιδιαίτερα την άνοιξη. Η π. αυτή, που έχει το ίδιο με την κοινή π. εύγεστο κρέας, εκτρέφεται σε ιχθυοτροφεία εξαιτίας της ταχύτατης ανάπτυξής της. Η πέστροφα έχει πολύ εύγευστο κρέας.
* * *
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών σολομονοειδών ψαριών τής οικογένειας salmonidae, που αναπαράγονται σε ψυχρά και καλά οξυγονούμενα νερά, κυρίως τών ποταμών και ρυακιών τού βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. pŭstŭrva «πιτσιλωτή, παρδαλή», με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. επιστρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πέστροφα — η ψάρι του γλυκού νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • σολομονοειδείς — και σολομοειδείς, οι, Ν ζωολ. υπόταξη σολομονόμορφων ιχθύων στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων ο σολομός και η πέστροφα …   Dictionary of Greek

  • σολομονόμορφοι — και σολομόρφοι, οι, Ν ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, τής θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.… …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”